- ἰακώς
- ἰ̱ακώς , ἰάζωperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰακῶς — Ἰακός the Ionic form adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰακώς — Ἰακός the Ionic form masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιακός — ἰακός, ή, όν (Α) 1. ιωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰακόν ο ιωνικός τύπος. επίρρ... Ιακώς (Α) κατά τρόπο ιωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράγωγο τού Ιάς «Ιωνική»] … Dictionary of Greek